- ἐπιζῴη
- ἐπιζάωsurvivepres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιζώῃ — ἐπί ζώω gu̲ie pres subj mp 2nd sg ἐπί ζώω gu̲ie pres ind mp 2nd sg ἐπί ζώω gu̲ie pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιζώ — (AM ἐπιζῶ, ήω) ζω, εξακολουθώ να υπάρχω και μετά τον θάνατο κάποιου ή μετά από κάποιο γεγονός (α. «επέζησαν τού πολέμου» β. «επιζήσαμε» γ. «επέζησε τού συζύγου της» δ. «ἄν ὡς ὀλίγιστον ὁ τοιοῦτος χρόνον ἐπιζώῃ», Πλάτ.) αρχ. διαρκώ, παραμένω («τοῡ … Dictionary of Greek